- θανατώσωσιν
- умертвили
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
θανατώσωσιν — θανατόω put to death aor subj act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)